- θέα
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάνδρας της νομαρχίας Δυτικής Αττικής.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 393 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 12 χλμ. Ν της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσάτιδος.
* * *η (AM θέα, Α ιων. τ. θέη)1. παρατήρηση με το βλέμμα, θέαση, κοίταγμα («θέης άξιος» — αξιοθέατος, Ηρόδ.)2. όψη, εμφάνιση, μορφή (α. «η θέα του μέ φοβίζει» β. «αἰσχράν θέαν παρέχειν», Ξεν.)3. αυτό που βλέπει κάποιος, οπτική εντύπωση, θέαμα (α. «το σπίτι σου έχει ωραία θέα» β. «ἀταρβὴς τῆς θέας» — χωρίς να φοβάται το θέαμα, Σοφ.·|| μσν. φρ. «διὰ θέαν» ή «εὶς θέαν» ή «ὡς θέαν»α) για να φαίνομαι σαν... θ) για να δω...αρχ.1. (για τον νου) ενατένιση («ἡ τοῦ ὄντος θέα», Πλάτ.)2. θέαμα στο θέατρο ή αλλού («μεγάλαι θέαι» — μεγάλοι αγώνες, Πλούτ.)3. θέση στο θέατρο, θέση από την οποία μπορεί κάποιος να δει («θέαν καταλαμβάνοντος ἥψατο, Δημοσθ.)4. ακροατήριο5. φρ. α) «θέαν λαμβάνω» — βλέπωβ) «αἴδεσσαί με θέας ὕπερ» — τίμησε με για την όψη μου, για το παρουσιαστικό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. θέα < *θήFη < *θāFā (το -α- πιθ. από το θεά-ομαι -(ώμαι). με βράχυνση η > ε, χωρίς όμως να είναι δυνατή η περαιτέρω ερμηνεία του. Υποστηρίχθηκε ότι ανάγεται σε ΙE* *dhmsvā- < ΙΕ ρίζα *dhem- (πρβλ. θάμβος, ταφείν τού θάπτω), ενώ αργότερα ότι πρόκειται για δάνειο ανατολικής προελεύσεως (< *tāwiya-). Το ρ. θᾱ(F)έομαι δωρ.. θη(F)έομαι ιων., μπορεί να θεωρηθεί ως μετονοματικό τού θέα (με μεταβολή τού αο σε εο), ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση πρόκειται για θαμιστικό επιτατικό παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρήματος (βλ. και λ. θαύμα) και το θέη, θέα ερμηνεύεται ως υποχωρητικός σχηματισμμός. Ο αττ. τ. θεάομαι προέκυψε από το θηFέομαι και συγκεκριμένα από τους τύπους όπου υπήρχε σειρά αλλεπάλληλων φωνηέντων, π.χ. β' εν. ενεστ. θηFέεται < θηFέαι (με υφαίρεση), > θηFῆι (με συναίρεση). > θηῆι (με απώλεια τού F). > θεῆι (με βράχυνση τού α' φωνήεντος). > θεᾷ (με μεταβολή τού η σε ᾱ, μετά από -ε- ή -ι-). Αυτό έγινε σε όλους τους τ. τού ρήματος όπου απαντά θεη-, π.χ. θεᾱται < θεῆται < *θηFεται, θεᾱσθαι < θεῆσθαι < *θηFεσθαι κ.λπ. Τέλος, μ' αυτή τη λεξιλογική οικογένεια συνδέονται οι γλώσσες τού Ησυχίου: θήβος(= θῆFoς)θαῡμα. θήγεια (= θήFεια)θαυμαστά, ψευδή. θηταλά (= θηFαλά?)θαυμαστά, ψευδεσιν όμοια].
Dictionary of Greek. 2013.